-
1 охрана
-ы θ.1. περιφρούρηση• προστασία, προφύλαξη• διαφύλαξη•охрана материнства προστασία της μητρότητας•
охрана социалистической собственности περιφρούρηση της σοσιαλιστικής περιουσίας (ιδιοκτησίας)•
охрана лесов προστασία των δασών.
|| τήρηση•охрана поридка милицией η τήρηση της τάξης από την αστυνομία.
2. φρουρά•пограничная охрана η φρουρά των συνόρων, ο-ροφυλακή•
береговая охрана ακτοφρουρά•
личная σωματοφυλακή.
|| φυλάκιο (στρατιωτικό). -
2 προστασία
η1) защита, охрана; покровительство; заступничество;προστασία της εργασίας — охрана труда;
προστασία της υγείας — здравоохранение;
αναλαβαίνω την προστασία — а) вставать на защиту; — б) обяз'аться защищать;
ζητώ προστασία — искать защиты;
παίρνω υπό την προστασίαν μου — брать под своё покровительство, под свою защиту, защищать;
έχω υπό την προστασία μου — покровительствовать (кому-л.);
μένω δίχως προστασία — оставаться беззащитным;
2) протекция;3) воен, прикрытие; охранение; обеспечение;αεροπορική προστασία — прикрытие с воздуха;
υπό την προστασίαν — под прикрытием...; — под защитой...
-
3 охрана
охрана ж 1) (защита) η προστασία· \охрана труда η προστασία της εργασίας* \охрана окружающей среды η προστασία του περιβάλλοντος 2) (стража ) η φρουρά* * *ж1) ( защита) η προστασίαохра́на труда́ — η προστασία της εργασίας
охра́на окружа́ющей среды́ — η προστασία του περιβάλλοντος
2) ( стража) η φρουρά -
4 охрана
охран||аж1. (действие) ἡ (δια)φύλα-ξη [-ις]. ἡ (περι)φρούρηση [-ις], ἡ προστασία:\охрана социалистической собственности ἡ φύλαξη τής σοσιαλιστικής ἰδιοκτησίας· \охрана труда ἡ προστασία τής ἐργασίας·2. (страЯса) ἡ φρουρό, ἡ συνοδεία, ἡ κουστωδία:личная \охрана ἡ σωματοφυλακή· береговая \охрана ἡ ἀκτοφυλακή· под \охрана-ой μέ φρουράν. -
5 труд
1. (деятельность человека, работа) η εργασί/α, η δουλειάпроизводительность - а παραγωγικότητα της - ας, αποδοτικότητα της - αςручной - см. физический -умственный - πνευματική -, διανοητική -2. (сочинение, произведение) το σύγγραμμα, η μελέτηη εργασίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > труд
-
6 труд
трудж1. ἡ ἐργασία, ἡ δουλειά:физический (у́мственный) \труд ἡ χειρωνακτική (ἡ διανοητική) ἐργασία· наемный \труд ἡ μισθωτή ἐργασία· разделение \труда ὁ καταμερισμός τής ἐργασίας· охрана \труда ἡ προστασία τής ἐργασίας· производительность \труда ἡ παραγωγικότητα, ἡ ἀποδοτικότητα τής ἐργασίας· жить своим \трудо́м ζῶ ἀπ' τή δουλειά μου·2. (заботы, хлопоты) ἡ φροντίδα/ ὁ κόπος (старание)/ ἡ προσπάθεια (усилие):с большим \трудо́м μέ μεγάλη προσπάθεια, μέ μεγάλο κόπο· взять на себя \труд κάνω τόν κόπο· не стоит \труда δέν ἀξίζει τόν κόπο·3. (сочинение) τό σύγγραμμα, ἡ μελέτη:нау́чный \труд τό ἐπιστημονικό σύγγραμμα· список печатных \трудов ὁ κατάλογος τῶν ἐργασιών πού δημοσιεύτηκαν. -
7 υγεία
υγείά η здоровье;η διαφύλαξη της υγείας — сохранение здоровья;
η προστασία της υγείας — охрана здоровья;
χαίρω άκρας υγείας — здравствовать, иметь отличное здоровье;
πώς είναι η υγεία σας; — или πώς είστε στην υγεία σας; — как ваше здоровье?;
με την υγεία μου δεν πάω καλά — здоровье у меня плохое;
εις υγείαν σας — или στην υγείά σας — за ваше здоровье (тост);
με τίς υγείες σας а) на здоровье; б) ирон. с чем вас и поздравляю;υγεία να έχεις! — будь здоров!;
μ' αυτό το φάρμακο βρήκα την υγεία μου — это лекарство мне помогло
-
8 защита
защита ж 1) η υπεράσπιση η προστασία (охрана) \защита мира η υπεράσπιση της ειρήνης 2) спорт, η άμυνα* * *ж1) η υπεράσπιση; η προστασία ( охрана)защи́та ми́ра — η υπεράσπιση της ειρήνης
2) спорт. η άμυνα